διεγείρουσα

διεγείρουσα
διά-ἐγείρω
awaken
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διεγειρούσας — διεγειρούσᾱς , διά ἐγείρω awaken pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) διεγειρούσᾱς , διά ἐγείρω awaken pres part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυλακιοτροπίνη — ή (βιοχ.) γοναδοτρόπος ορμόνη που σχετίζεται με τη ρύθμιση τής δραστηριότητας τών γονάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυλάκιο + τροπίνη (αντιδάνεια λ., πρβλ. tropine < trop (πρβλ. τρόπος] + ine). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. follicle stimulating… …   Dictionary of Greek

  • μέιζερ — (maser). Διάταξη ικανή να εκμεταλλευτεί ένα φυσικό φαινόμενο, ενισχύοντας ή παράγοντας ηλεκτρομαγνητικά κύματα μέσω της εξαναγκασμένης εκπομπής ακτινοβολίας μοριακών ή ατομικών συστημάτων. Ο όρος προέρχεται από τα αρχικά των λέξεων της αγγλικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”